Στο βιβλίο του "Το λεξικό της πολιτικής", ο Thomas Dewar Weldon κάνει διαχωρισμό μεταξύ του "Μαρξ ιδιοφυΐας“ και της πολύ λιγότερο εποικοδομητικής μορφής, "Μαρξ ο κομμουνιστής θεολόγος".
Φαίνεται πως για διάφορους λόγους, επιστημονικούς, θεωρητικούς, πολιτισμικούς και πολιτικούς, είναι σκόπιμο να επεξεργαστούμε μυστικιστικά στοιχεία που δρουν στον μαρξισμό και έτσι να τα αποσπάσουμε από τον εντελώς διαφορετικό τρόπο σκέψης των μοντέρνων θεωριών και επιστημών.
Από την μια δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η απαίτηση των μαρξιστών πως αντιπροσωπεύουν μια ή απλώς την επιστημονική αντίληψη του κόσμου, από την άλλη, πολλές συζητήσεις που έγιναν στη δύση αλλά και στην Γερμανία για τον ιστορικό και διαλεκτικό υλισμό, γράφτηκαν από οπτικές γωνίες που ριζώνουν σε ακόμα πιο βαθιές μυστικές παραστάσεις.
Τα πιο προβληματικά στοιχεία του μαρξισμού προέρχονται από συγκεκριμένες τυπικές γερμανικές παραδόσεις μεταφυσικής σκέψης. Η δύναμη αυτών των παραδόσεων ήταν στενά συνδεδεμένη με την πολιτική και κοινωνική ιδιαίτερη μοίρα του γερμανικού λαού.
Ενώ η Αγγλία και η Γαλλία εδραιώθηκαν ως ισχυρά εθνικά κράτη και πέτυχαν ένα σημαντικό σε αριθμό και επιρροή κοσμικό μορφωτικό επίπεδο, μια παρόμοια ανάπτυξη παρεμποδίστηκε στις γερμανικές χώρες λόγω οικονομικής αδυναμίας και πολιτικής διάσπασης, ακόμα από την εποχή του τριακονταετούς πολέμου. Ο "Τριακονταετής Πόλεμος" έλαβε χώρα από το 1618 ως το 1648, κυρίως στα εδάφη της σημερινής Γερμανίας και έφερε σε σύγκρουση τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής.
Έτσι στη Γερμανία ως κύριος πολιτισμικός παράγοντας μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, παρέμεινε το σπίτι του ευαγγελικού ιερέα. Ένα σημαντικό μέρος των ηγετικών φιλοσόφων και ερευνητών των πνευματικών επιστημών προήλθε από το σπίτι αυτό.
Σ' αυτό προστέθηκε το γεγονός ότι στις περιοχές των ευαγγελικών διάφορα νεοπλατωνικά-γνωστικιστικά ρεύματα, που μέσω του σχολαστικισμού και της αυστηρότερης εκκλησιαστικής διοίκησης των καθολικών είχαν καταπιεστεί, συνέχιζαν να ζουν ή επανήλθαν στη ζωή. Η γερμανική σκέψη ακόμα και κατά την έξοδο της από το 18ο αιώνα, προμηθευόταν κατά μεγάλο μέρος το υλικό της από πηγές που ανάβλυζαν από προεπιστημονικά επίπεδα της συνείδησης.
Αυτή η εσωτερική αποξένωση απέναντι στο πνεύμα του επιστημονικού και πολιτικού διαφωτισμού υψώθηκε ως συνειδητή άμυνα, όταν οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης μαζί με τα εχθρικά στρατεύματα, εισέβαλαν στον ρεμβασμό των γερμανικών πριγκιπάτων. Θρησκευτικά, δυναστικά και εθνικά μοτίβα συνενώθηκαν πάνω στην βάση ενός αυτόχθονου συντηρητισμού εναντίον του νέου τρόπου σκέψης, στον οποίο μια ιδιωτική χριστιανό-γερμανική αντίληψη για τον κόσμο και την ζωή έπρεπε να εναντιωθεί.
Αυτός ο "αντιδιαφωτισμός“, η πολιτικό-δογματική αναπαλαίωση, η ρομαντική τέχνη και η ιδεαλιστική φιλοσοφία, είχαν γίνει σε τέτοιο βαθμό "γερμανική ιδεολογία", ώστε για πολύ καιρό μόνο λίγοι στοχαστές μπόρεσαν και αποσπάστηκαν από την επιρροή της.
Ακόμα και ο Καρλ Μαρξ που στα νεανικά του χρόνια διαμορφώθηκε από τον ρομαντισμό του Βερολίνου και την φιλοσοφία του Χέγκελ, δεν ξέφυγε ποτέ εξολοκλήρου από τις ιδέες του αντιδιαφωτισμού. Αν και λόγω της καταγωγής του από την Ρηνανία και της κατοπινής εξορίας του, είχε μια πιο στενή επαφή με τον πνευματικό κόσμο της δύσεως, απ' ότι οι περισσότεροι Γερμανοί σύγχρονοί του.
Θεμελιώδεις έννοιες και μορφές σκέψης, όπως η "αποξένωση“ στα γραπτά της νεότητός του και όπως η διαλεκτική σε όλο του το έργο, προήλθαν από παλιές νεοπλατωνικές-γνωστικές, εσχατολογικές και αποκαλυπτικές παραδόσεις. Από διάφορους δρόμους, ιδιαιτέρως μέσω του Χέγκελ, εισήλθαν αυτές οι παραδόσεις στην σκέψη του νεαρού Μαρξ και ενώθηκαν σε αντιφατικές θεωρίες με ένα ριζοσπαστικό ένδοθεν ουμανισμό και υλισμό, με την αγγλική εθνοοικονομία και τον γαλλικό σοσιαλισμό, όπως και με την πίστη του 18ου αιώνα στην επιστήμη και στην πρόοδο.
Οι έννοιες εκείνες έσβησαν κατά πολύ ή και εξολοκλήρου στον δυτικό σοσιαλισμό μέσω της θετικιστικής και νεοκαντιανής κριτικής.
Πιθανότατα δεν είναι τυχαίο το ότι από τον Λένιν και πέρα ο ρωσικός μαρξισμός επιστρέφει στη διαλεκτική, γιατί στην Ρωσία δρούσαν ακόμα πιο έντονα από ότι σε γερμανικό έδαφος νεοπλατωνικοί και γνωστικοί τρόποι σκέψης, που εισέρρευσαν μέσω του Βυζαντίου και της ανατολικής εκκλησίας. Με αυτά εξηγείται τουλάχιστον κατά μέρος η κοσμοϊστορική επιτυχία που είχε στην Σοβιετική Ένωση η παράδοξη προσπάθεια να ερμηνευθεί ο μοντέρνος τεχνικός εργατόκοσμος και να δημιουργηθεί μια επαναστατική θεωρία του βιομηχανικού προλεταριάτου, με την βοήθεια προεπιστημονικών μορφών σκέψης.
Δεν είμαστε σε θέση και μάλλον δε θα είμαστε ποτέ σε θέση, να παρακολουθήσουμε από την πλευρά των ιστορικών μοτίβων, χωρίς κανένα κενό την πορεία διαμέσου των αιώνων των σχετικών πνευματικών παραδόσεων. Ενώ κατά κάποιο τρόπο οι νεοπλατωνικές σκέψεις είχαν ισχυρή επίδραση ακόμα και στην επίσημη θεολογία, τα γνωστικά-αποκαλυπτικά ρεύματα σπρώχτηκαν από την Ορθοδοξία για πολύ καιρό στο υπέδαφος και γι' αυτό δεν βρήκαν καμιά αντίστοιχη λογοτεχνική έκφραση.
Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι αυτές οι παραδόσεις αποκόπηκαν και ξαναδημιουργήθηκαν από τις συνθήκες της ζωής που εμφανίστηκαν όμοιες με εκείνες που τις είχαν αρχικά δημιουργήσει. Αλλά και αν συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή, αυτό δεν εξηγείται ως μια μηχανική συνέχεια, αλλά μόνο δια του γεγονότος ότι έδιναν απαντήσεις σε συγκεκριμένα συνεχώς παρόντα και πάντα επιστρέφοντα προβλήματα της ζωής.
Είναι η κεντρική μέχρι τα βάθη διεισδύουσα και πάντα παρούσα πραγματικότητα της ζωής και η πίεση της πραγματικότητας αυτής, με την οποία ασχολούνται τα λεγόμενα μυστικό-φιλοσοφικά ρεύματα και την υπέρβαση της οποίας υπόσχονται.
Οι δρόμοι τους οποίους ακολουθούν οι γνωστικό-νεοπλατωνικές και οι εσχατολογικό-αποκαλυπτικές σωτηριολογικές διδασκαλίες για την κατατρόπωση του κακού και την εξήγησή του, είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους ως προς τα σημεία εκκινήσεως και τους στόχους τους, επιδεικνύουν όμως μια σειρά σημείων επαφής, ώστε μερικές φορές μπορεί το ένα ρεύμα να εισέρχεται στο άλλο.
Ενώ η "Γνώσις" με τον εσωτερικό αυτοστοχασμό της προσπαθεί να επιτύχει την σωτηρία των ατόμων με την έννοια της φυγής από τον κόσμο και οι γνωστικοί κλείνονται μόνο περιστασιακά σε κοινότητες αναζητώντας τη σωτηρία, ο "Αποκαλυπτισμός" περιμένει μια τελική μεταμόρφωση του κόσμου και συνδέεται συχνά με πολύ ενεργά θρησκευτικό-πολιτικά κινήματα.
Οι αποκαλυπτικές και εσχατολογικές θεωρήσεις των Εβραίων βρίσκονταν σε άμεση συνάφεια με τους αγώνες τους εναντίον των Σελευκιδών και αργότερα των Ρωμαίων. Όσο η πραγματική θέση στους άνισους αγώνες χειροτέρευε, τόσο εντονότερη γινόταν η ανάγκη για ελπίδα και εκδίκηση στον νικηφόρο αντίπαλο και αυτή η ανάγκη ικανοποιείτο φανταστικά παράγοντας τον "Αποκαλυπτισμό".
Έτσι το παρόν, καταπιεστικό κακό εμφανίζεται στην αποκαλυπτική και γνωστική σκέψη ως ένα αναγκαίο αρνητικό ενδιάμεσο στάδιο πάνω στον δρόμο προς την τελική επιτυχία της σωτηρίας. Το κακό μπορεί χωρίς δυσκολία να τοποθετηθεί στο θεϊκό σχέδιο ή την θεϊκή διαδικασία σωτηρίας, βάσει του οποίου εκτυλίσσεται το κοσμικό γίγνεσθαι. Το ανάξιο είναι αναγκαίο στα πλαίσια του γίγνεσθαι της σωτηρίας, αλλά επίσης αναγκαία είναι και η υπέρβαση του.
Με αυτόν τον τρόπο δια μέσου των αιώνων μπόρεσε ο άνθρωπος όλα όσα κάθε φορά εκλαμβάνονταν ως ανεπιθύμητα, ατελή και κακά, να τα τοποθετήσει σε εκείνο το σχήμα και μέσω αυτού να αποκτήσει την πεποίθηση που θα τον έκανε ευτυχισμένο, ότι τελικά είναι βέβαιος για την υπέρβαση του "αρνητικού".
Ο τριφασικός ρυθμός σωτηρίας (αρχική κατάσταση-πτώση-λύτρωση) με γνωστικό-αποκαλυπτικό χαρακτήρα, τοποθετείται στους πολυάριθμους άδειους τύπους της παραδοσιακής μεταφυσικής και ηθικής θεωρίας, οι οποίοι οφείλουν την εξαιρετική απήχηση στο γεγονός ότι λόγω της κενότητας τους, μπορούν να τεθούν και ετέθησαν στην υπηρεσία οποιασδήποτε ή σχεδόν οποιασδήποτε συναισθηματικής ή πρακτικής-πολιτικής ανάγκης.
Η απλότητα του σχήματος και η άμεση ικανοποίηση που εγγυώταν στον άνθρωπο που παλεύει με την πίεση της πραγματικότητας, κάνουν κατανοητό ότι μεταφερόταν ως θεμελιώδες μοτίβο για αιώνες και ότι επιβαλλόταν στα μυαλά των ανθρώπων (όπως και στο ερευνητικό πνεύμα), εκ νέου, εάν αυτή η παράδοση κατά κάποιο τρόπο διακοπτόταν.
Σε χιλιαστικές (κυρίως) χριστιανικές αιρέσεις ή σε κινήματα με αποκαλυπτικά χαρακτηριστικά επηρεασμένα από τον χιλιασμό, η μελλοντική βασιλεία του Θεού έχει ένα ιδιαίτερα δημοκρατικό χαρακτήρα (ως συνέπεια της αντίστασης εναντίων του ολοκληρωτισμού και της κρατικοποιημένης εκκλησίας). Στην προκείμενη "χιλιετή βασιλεία" που θα επικρατήσει στη γη πριν την τελική κρίση και την μελλοντική αιωνιότητα, όλοι οι άνθρωποι θα είναι ίσοι και η ιδιωτική περιουσία θα καταργηθεί, ενώ η εξουσία και το χρήμα δεν θα χρειάζονται.
Αυτή η άρση (κατάργηση) του κράτους και η αντικατάστασή του από ένα είδος "κομμουνιστικής" ιδανικής κοινωνίας, ήταν μια πρόγευση του Μαρξ, παρόλα τα χριστιανικά χαρακτηριστικά της. Στον Μαρξ αντίθετα φάνηκε πως ήταν ζωντανά πρωτόγονα θρησκευτικά και εσχατολογικά στοιχεία, παρ'όλη την εκκοσμίκευση και την φαινομενικά καθαρά "υλιστική" θεμελίωση της κοινωνιολογίας του.
Έτσι φτάνουμε στο σημαντικότερο ιστορικό σημείο σύνδεσης της γνωστικιστικής-εσχατολογικής παράδοσης και των διδασκαλιών του Χέγκελ και Μαρξ, σημείο το οποίο επιτρέπει και την γενεαλογική εξήγηση των εξαιρετικών συστηματικών - δομικών ομοιοτήτων.
Με αυτό επιβεβαιώνεται επίσης ο ισχυρισμός του Jakob Taubes ότι:
«Η διαλεκτική λογική είναι μια λογική της ιστορίας και βρίσκεται στην βάση της εσχατολογικής κοσμοθεωρίας. Αυτή η λογική καθορίζεται από το ερώτημα περί της δύναμης του αρνητικού, έτσι όπως τίθεται στον αποκαλυπτισμό και τον γνωστικισμό. Στον αποκαλυπτισμό και τον γνωστικισμό βρίσκεται το θεμέλιο της πολυσυζητημένης αλλά σπάνια κατανοημένης λογικής του Φρίντριχ Χέγκελ».
Στην σκέψη του νεαρού Χέγκελ το θεμελιώδες μοτίβο του γνωστικισμού, το πρόβλημα δηλαδή του αρνητικού και η υπέρβαση του, έπαιξε σπουδαίο ρόλο. Από αυτό ανέπτυσσε σιγά σιγά την διαλεκτική του.
Τα συγκεκριμένα ερωτήματα του Χέγκελ ήταν κατ' αρχάς θεολογικά-πολιτικά, όπου η κριτική του στον σύγχρονο του ολοκληρωτισμό και την κρατική εκκλησία, δεν βρίσκεται τόσο πολύ στο πνεύμα του διαφωτισμού, αλλά προήρθε μάλλον από την πιετιστική θεολογία. Ο πιετισμός ήταν ένα κίνημα μέσα στον γερμανικό λουθηρανισμό, το οποίο δραστηριοποιήθηκε από τα τέλη του 17ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα και αργότερα.
Ο Χέγκελ θεωρεί το γίγνεσθαι ως ένα διαμελισμό της αρχέγονης ενότητας της "ζωής", στην πολλαπλότητα πεπερασμένων και μόνιμων ατομικοτήτων, που είναι χωρισμένες από την ενότητα της ζωής αλλά και η μια από την άλλη. Έτσι στην διαδικασία της ζωής, η στιγμή του χωρισμού, της αντίθεσης ή της άρνησης είναι το ίδιο αποτελεσματική και αναγκαία, όσο και εκείνη της συμφιλίωσης ή της άρνησης της άρνησης.
Η ομοιότητα αυτή γίνεται ίσως ακόμα πιο έντονη στις έννοιες "αποξένωση" και "κένωση" (εξωτερίκευση), όπως τις συναντούμε στην «Φαινομενολογία του πνεύματος». Το "απόλυτο" πρέπει να αποξενωθεί και να καταστεί κάτι διαφορετικό, αρνητικό, έτσι ώστε συναντώντας στο δρόμο του την αποξένωση και υπερβαίνοντας την, να βρει την αληθινή ενότητα με τον εαυτό του και να επιτύχει την τελειότητα.
Το ότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται ουσιαστικά περί θεολογικών κατηγοριών, επιβεβαιώνεται από ένα σημείο του έργου του, "Φιλοσοφία της θρησκείας", στο οποίο το πεπερασμένο είναι μια ουσιαστική στιγμή του απείρου, εντός της φύσεως του Θεού και έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο ίδιος ο Θεός είναι που γίνεται πεπερασμένος.
Η ύπαρξη όμως του πεπερασμένου δεν πρέπει να παραμείνει, αλλά να αρθεί, να ξεπεραστεί. Ο θεός είναι η κίνηση προς το πεπερασμένο και διαμέσου αυτού ως άρση του, κίνηση προς τον εαυτό του. Μέσα στο εγώ, το οποίο ως πεπερασμένο αναιρείται, ο θεός επιστρέφει στον εαυτό του και είναι θεός μόνο ως αυτή η επιστροφή.
Ο Χέγκελ εξέφρασε επακριβώς την ερμηνεία αυτή του γίγνεσθαι (τη διαρκής εξέλιξη, διαμόρφωση ή μετατροπή των πραγμάτων ή τη σύνθεση που προκύπτει μέσα από τις συγκρούσεις) ως θεογονίας και θεοφάνειας.
Το σημαντικότερο είναι πως εκφράζει προ πάντων τις ιστορικές-κοινωνικές και οικονομικές συσχετίσεις, ως διαλεκτικές διαδικασίες.
Εντός της ιστορίας είναι ακριβώς που τελείται η είσοδος του θεού-πνεύματος μέσα στο πεπερασμένο (στον κόσμο μας που έχει όρια, αρχή και τέλος) και στον χρόνο (η κένωση του στον χρόνο), η οποία είναι ταυτόχρονα η έκπτυξη και αντανακλούσα διείσδυση του εσωτερικού του πλούτου και με τον τρόπο αυτό ο αναγκαίος δρόμος προς την τελειότητα του, η οποία γνωρίζει τον εαυτό της και η οποία επιτυγχάνεται εντός της απόλυτης γνώσης της φιλοσοφίας.
Έτσι ο Χέγκελ είναι σε θέση να αναπτύξει την φιλοσοφία της ιστορίας ως μια γνωστικιστική θεοδικία.
Στη πορεία της ανθρωπότητας η δύναμη του κακού, η προσωρινότητα του ωραίου και του ευγενούς, είναι ως συνέπεια της εισόδου στο πεπερασμένο και το χρονικό, απλά ένα αρνητικό. Αυτό είναι μεν αναγκαίο, αλλά και υπερβαίνεται αναγκαίως. Το σκεπτόμενο πνεύμα μπορεί να συμφιλιωθεί με το αρνητικό.
Η συμφιλίωση όμως μεταξύ σκέψης και ιστορικής πραγματικότητας, όπως την πραγματοποιεί η φιλοσοφία, περιορίζεται σε αναδρομικούς στοχασμούς.
Ο νεαρός Χέγκελ ακολούθησε εδώ την εσχατολογική παράδοση του σουαβικού γερμανικού πιετισμού. Η Σουαβία είναι περιοχή στη νοτιοδυτική Γερμανία και σήμερα υπάγεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης (Στουτγκάρδη, Καρλσρούη, Φράιμπουργκ, Χαϊδελβέργη) και κατά το μικρότερο μέρος της στη Βαυαρία (Μόναχο, Νυρεμβέργη, Άουγκσμπουργκ).
Θεώρησε δηλαδή πως η πρακτική υπέρβαση και άρση των "πεσμένων" μορφών της σύγχρονης του θρησκευτικό-πολιτικής ζωής, θα πραγματοποιόταν στην επερχόμενη "Βασιλεία του Θεού".
Ο γηράσκων Χέγκελ από την άλλη έτεινε όλο και πιο πολύ προς μια θεωρητική συμφιλίωση με το υπάρχον, μέσα από την πραγματοποίηση της αυτοσυνειδησίας του πνεύματος εντός της φιλοσοφίας. Στα μάτια του Έγελου είχε επιτευχθεί η συνθετική και καταληκτική φάση της ιστορικής διαλεκτικής.
Πέραν από την φιλοσοφία της ιστορίας, η θεωρία του Χέγκελ περί εργασίας προετοίμασε τις διδασκαλίες του Μαρξ. Ήδη σχετικά νωρίς ο φιλόσοφος χρησιμοποίησε τις γνωστές γνωστικιστικές αντιλήψεις για να περιγράψει την σχέση μεταξύ του εργαζόμενου ανθρώπου, του προϊόντος της εργασίας και της ανταλλαγής του.
«Καθιστώ τον εαυτό μου άμεσο προς το πράγμα, την μορφή, που αποτελεί το Είναι, εντός της εργασίας». «Κενώνομαι από το δικό μου Είναι, το καθιστώ ξένο προς εμένα, και μένω εντός του».
Αυτή η "κένωση" μέσω της εργασίας, ως μια έξοδος της "εσωτερικής" προς την εξωτερική πραγματικότητα, είναι μια αναγκαία φάση της αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου και του πνεύματος. Εντός της φάσης αυτής το υποκείμενο τελεί μια μεταφορά του εαυτού του, από την μορφή του μη εκφρασμένου "Είναι" προς την μορφή του εκφρασμένου. Το υποκείμενο επηρεάζεται αναδρομικά μέσω αυτής της επίδοσης και η συνείδηση έρχεται στον εαυτό της, στα πλαίσια της διαδικασίας του σχηματισμού δια της εργασίας.
Από την άλλη, η δραστηριότητα αυτή οδηγεί στην από κοινού οικοδόμηση ενός κόσμου αντικειμένων γεμάτου από ανθρώπινα προϊόντα, η αυτονομία του οποίου (κόσμου) έγινε το θεμελιώδες θέμα της μαρξιστικής αντίληψης της ιστορίας.
Με την εφαρμογή του στην ιστορία και την εργασία, το μοτίβο του τριφασικού ρυθμού που αποτελείται από θεμελιώδη κατάσταση, πρόοδο και επιστροφή, εξωτερίκευση και επαναπρόσληψη, άρνηση και άρνηση της αρνήσεως.., βγαίνει από την περιοχή των θεοσοφικών υποθέσεων και εισέρχεται στην περιοχή των ελεγχόμενων δεδομένων και με τον τρόπο αυτό μπαίνει σε ανταγωνισμό με τις μεθόδους τις οποίες ανέπτυξαν οι επιστήμες για να περιγράψουν και ερμηνεύσουν το φυσικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ίσως με μια πρώτη ματιά να φαίνεται ότι η διαλεκτική μέθοδος είναι πολύ χρήσιμη για τους τομείς αυτούς. Ο Χέγκελ και άλλοι στοχαστές γνώριζαν άριστα πως να βρίσκουν παντού εκείνο τον ρυθμό. Αλλά αυτή η γενική καταλληλότητα και το αλάθητο της διαλεκτικής είναι απλώς φαινομενικά. Διότι στην πραγματικότητα βασίζεται στην εξαιρετική απροσδιοριστία εκείνου που θεωρείται διαλεκτικό και προ πάντων στην πολύ αόριστη χρήση του όρου "άρνηση".
Αν το "αρνητικό" είχε μια κατά κάποιο τρόπο ξεκάθαρη σημασία στην γνωστικιστική θεοσοφία, που πήγαζε από την σχέση του όρου με το θεμελιώδες βίωμα της πίεσης της πραγματικότητας και της επιθυμίας υπέρβασης της, η εξάπλωση όμως της διαλεκτικής σε όλες τις πτυχές της πραγματικότητας, έγινε δυνατή μόνο με το αντίτιμο μιας πλήρους κένωσης της έννοιας της "αρνητικότητας".
Με τον όρο αυτό σημαίνονται οι πιο διαφορετικές συσχετίσεις, όπως λογική αντινομία, απόρριψη μιας θέσης σε επίπεδο επιστημονικό, αξιολογική απόρριψη, φυσική μεταμόρφωση, κοινωνικές συγκρούσεις, σειρές σταδίων ανάπτυξης και τέλος κάθε είδος αλλαγής και διαφοράς. Με τον τρόπο αυτό είναι πρακτικά δυνατόν να καταταγεί κάθε δεδομένο γεγονός μέσα στον ρυθμό της διαλεκτικής, ως "άρνηση" ή "αρνητικό".
Μια τέτοια πράξη όμως, είναι απλά ένα τέχνασμα, που απλά επικαλύπτει με μυστήριο τα πράγματα. Λέγοντας πως η βελανιδιά είναι άρνηση όσον αφορά τα βελανίδια, ο ατμός για το νερό ή ο καπιταλισμός για τον φεουδαρχισμό, δεν έχουμε δώσει καμιά καινούρια πραγματική πληροφορία. Ότι απορρίπτει ή καταπολεμά ο καθένας, μπορεί να το εντάξει στο διαλεκτικό σχήμα ως ένα ενδιάμεσο αρνητικό στάδιο και να φτιάξει έτσι μια άνετη γι' αυτόν πεποίθηση, πως εκείνο το "αρνητικό" είναι αναπόφευκτα καταδικασμένο να υπερβαθεί μέσω της "άρνησης της άρνησης".
Η διαλεκτική είναι ένας από εκείνους του κενούς τύπους που συχνά συναντούμε στην φιλοσοφία και οι οποίοι χρωστούν την εξαιρετική προτίμηση της οποίας χαίρουν, αλλά και την επιτυχία στο επίπεδο της παγκόσμιας ιστορίας, στο γεγονός ακριβώς ότι είναι απολύτως κενοί και μετατρεπτοί.
Το πως είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν κατά βούληση αυτοί οι κενοί τύποι, η διαλεκτική εν προκειμένω, μας το δείχνει με κλασσικό πια τρόπο η κριτική ενασχόληση του νεαρού Μαρξ με τον Χέγκελ.
Τον ωριμάζοντα στοχαστή όπως και τους υπόλοιπους νεαρούς εγελιανούς, ταλαιπωρούσε το ερώτημα σχετικά με το ποιο θα είναι το νέο (επερχόμενο) περιεχόμενο της παγκόσμιας ιστορίας, όταν πια το πνεύμα του κόσμου μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφίας του Χέγκελ, θα έχει πια επιτύχει τον στόχο του. Να φτάσει δηλαδή στην γνώση του εαυτού του.
Για τον νεαρό Μαρξ μάλιστα αποτελούσε πρόβλημα το πως είναι δυνατόν να ζουν ακόμα άνθρωποι, βάσει μιας απόλυτης φιλοσοφίας. Με την βοήθεια όμως της διαλεκτικής βρήκε μια αναμενόμενη διέξοδο. Ο Κάρολος μετέφερε την φιλοσοφία του Χέγκελ από την τρίτη, στην δεύτερη, δηλαδή την "αρνητική" φάση του σχεδίου της απολυτρώσεως.
Όντας μακριά από το να είναι κατάληξη ή κορωνίδα συμφιλιώσεως, η διδασκαλία του Χέγκελ είναι μάλλον έκφραση ενός ακραίου ρήγματος της πραγματικότητας και η οποία (διδασκαλία) απαιτεί την διαλεκτική άρση του ρήγματος. Ο Μαρξ με μια πλήρως εγελιανή ορολογία γράφει στην διδακτορική του διατριβή το 1840.
«Με το κλείσιμο της φιλοσοφίας σε ένα τελειωμένο, ολοκληρωμένο κόσμο, ο προσδιορισμός αυτής της ολοκλήρωσης εξαρτάται από την ανάπτυξη της φιλοσοφίας, με τον ίδιο τρόπο που η φιλοσοφία είναι προϋπόθεση της μορφής, την οποία λαμβάνει η κίνηση της προς μια πρακτική σχέση με την πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν η ολοκλήρωση του κόσμου είναι διχοτομημένη και η διχοτόμηση αυτή μάλιστα έχει οδηγηθεί στα άκρα.. Ο κόσμος λοιπόν είναι ένας διαρρηγμένος κόσμος, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με απόλυτη φιλοσοφία».
«Υπάρχουν όμως στιγμές στην ιστορία κατά τις οποίες η φιλοσοφία αφήνει την θεωρητική της στάση και εισέρχεται στο κοσμικό γίγνεσθαι ως πρακτική δύναμη. Η φιλοσοφία του Hegel η οποία έχει επεκταθεί προς τον κόσμο, πρέπει λοιπόν τώρα να στραφεί ενάντια στον εμφανιζόμενο κόσμο, ώστε να υπερβεί την ίδια της την αποξένωση».
Η μετατροπή της διαλεκτικής στην οποία ο νεαρός Μαρξ προβαίνει, έχει μια αξιακή-πρακτική ή υπαρξιακή προϋπόθεση και αφορμή. Αυτή είναι η μετάβαση από μια θεωρητική σε μια δραστική-επαναστατική στάση.
Ο γηράσκων Χέγκελ κατανόησε την απολύτρωση κυρίως διανοητικά, με την έννοια της γνώσης, ως την επίτευξη της αυτοσυνειδησίας του πνεύματος μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφίας. Στον Μαρξ από την άλλη επανεμφανίζεται η ελπίδα για μια επί γης πραγματοποίηση της βασιλείας του Θεού, την οποία είχε διοχετεύσει στην σκέψη του νεαρού Χέγκελ η εσχατολογία των σουαβών θεολόγων.
Αυτό που ήταν εσωτερικό φως, θα γίνει φωτιά η οποία στρέφεται προς τα έξω. Προκύπτει ως συνέπεια το γεγονός πως ενώ ο κόσμος γίνεται φιλοσοφικός, η φιλοσοφία γίνεται ταυτόχρονα κοσμική, δηλαδή η πραγμάτωση της είναι ταυτόχρονα και απώλεια της.
Η "διχοτόμηση" του κόσμου, η διάσπαση του δηλαδή σε μια ολοκληρωμένη και με τον εαυτό της ενωμένη φιλοσοφία από την μια και σε μια πραγματικότητα η οποία αντιτίθεται στην φιλοσοφία αυτή και βρίσκεται και σε αντίθεση με τον εαυτό της, θα πρέπει να αρθεί διαλεκτικά μέσω της πρακτικής επανένωσης της διάνοιας με την πραγματικότητα.
Η στροφή από τον στοχασμό στην πράξη, συνδέεται με την στροφή από μια θεολογική-μεταφυσική σκέψη προς μια φαινομενικά αντιμεταφυσική και αντιθρησκευτική ανθρωπολογία, όπως την είχε πραγματοποιήσει ο Λούντβιχ Φόιερμπαχ. Η ανθρωπολογία του Μαρξ όπως και του Φόιερμπαχ, ενώ έχει την πρόθεση να είναι καθαρά επιστημονική και εκ του κόσμου (να μην είναι από το επέκεινα), βρίσκεται κάτω από την εξουσία των γνωστικιστικών-αποκαλυπτικών διδασκαλιών περί απολυτρώσεως.
Αυτό γίνεται σαφές στην μαρξιστική ερμηνεία του ιστορικού-κοινωνικού γίγνεσθαι και ιδιαιτέρως στην ερμηνεία της οικονομικής ανάπτυξης, ως ενός δράματος της αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου, που συμβαίνει στον δρόμο προς την υπέρβαση της αυτοαποξένωσης του.
Όπως και στην ήδη διαπραγματευθείσα αποστασιοποίηση του από τον Χέγκελ, έτσι και εδώ, ο Μαρξ μεταφέρει τον διαλεκτικό ρυθμό της απολυτρώσεως από την περιοχή του θεωρητικού, στην περιοχή της κοινωνικής πράξης και τον βάζει στην υπηρεσία δικών του ηθικών και πολιτικών στόχων. Το θεμελιώδες όμως μοντέλο βάση του οποίου ο Χέγκελ είχε κατανοήσει την ιστορία ως θεοφάνεια, ως αυτοκένωση του πνεύματος στην χρονικότητα και ως επιστροφή της κένωσης στο απόλυτο υποκείμενο-αντικείμενο, παραμένει απαράλλακτο.
Ενώ όμως για τον Χέγκελ η κένωση είναι το γεγονός όπου η θεϊκή αρχή γίνεται πεπερασμένη και χρονική, πράγμα αναγκαίο για την σωτηρία και λαμβάνει χώρα στον αντικειμενικό ιστορικό κόσμο, η κένωση για τον Μαρξ συνίσταται στο ότι ο άνθρωπος καταλήγει να εξαρτάται από τα προϊόντα της εργασίας του.
Η εξάρτηση αυτή κορυφώνεται στον καπιταλισμό και οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια της αληθινής του ουσίας. Το αντικείμενο το οποίο παράγει η εργασία, το προϊόν της, της αντιπαρατίθεται ως ένα ξένο πλάσμα, ως μια εξουσία ανεξάρτητη από τον παραγωγό της. Το προϊόν της εργασίας είναι η εργασία, η οποία δεσμεύεται σε ένα αντικείμενο, είναι δηλαδή η εργασία που έγινε αντικείμενο.
Η πραγματοποίηση της εργασίας είναι η αντικειμενοποίηση της. Αυτή η πραγματοποίηση της εργασίας εμφανίζεται στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας ως κατάργηση του εργάτη, η αντικειμενοποίηση ως απώλεια και δουλεία, ενώ η απόκτηση ως αποξένωση και κένωση.
Όλες αυτές οι συνέπειες βρίσκονται στον προκαθορισμό αυτό, ότι δηλαδή ο εργάτης φέρεται προς το προϊόν της εργασίας του ως προς ένα ξένο αντικείμενο. Η συνεχής όμως ενίσχυση της αποξένωσης στην καπιταλιστική οικονομία, η εξαθλίωση και η απάνθρωπη κατάσταση της αυξανόμενης μάζας του προλεταριάτου, οδηγεί ταυτόχρονα με μια διαλεκτική νομοτέλεια, στην άρση της αυτοαποξένωσης του εντός της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας.
Είναι λοιπόν σαφές πως και στην περίπτωση αυτή, χρησιμοποιήθηκε μια χριστιανική-γνωστικιστική θεωρία απολυτρώσεως για να ερμηνεύσει ενδοκοσμικά φαινόμενα.
Όπως στον Χέγκελ με την ενανθρώπιση και το θάνατο του Χριστού, όπου η κένωση του Θεού φτάνει στο αποκορύφωμα της, αλλά ταυτόχρονα και στο σημείο καμπής, όπου ο Χριστός επαναπροσλαμβάνεται από τον Θεό και αποκτά την αληθινή του θεότητα, έτσι και στον Μαρξ, η αυτοαποξένωση του ανθρώπου φτάνει το αποκορύφωμα της στα βάσανα του προλετάριου, που έχει πια γίνει πράγμα. Αυτό όμως είναι και το σημείο καμπής που θα οδηγήσει τον άνθρωπο, μέσω του ανθρώπου και για χάρη του ανθρώπου, να αποκτήσει (προσκτήσει) πραγματικά την ανθρώπινη ουσία.
Αυτή η πρόσκτηση που στον κομμουνισμό θα έπρεπε να επιτευχθεί ως θετική άρση της ιδιοκτησίας και συνεπώς ως άρση της αυτοαποξένωσης, είναι για τον νεαρό Μαρξ, η αληθινή λύση της διένεξης που υφίσταται μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης και μεταξύ ανθρώπου και ανθρώπου, αλλά και το λυμένο αίνιγμα της ιστορίας όπως και η λύση του.
Ο προφήτης της κομμουνιστικής επανάστασης βασιζόμενος στην τοποθέτηση αυτή, είναι σε θέση πια να ερμηνεύσει την φιλοσοφία του Χέγκελ, όπως και κάθε άλλη φιλοσοφία που υπάρχει απλά και μόνο στην σκέψη, ως πλήρη και χαρακτηριστική μορφή αποξένωσης. Η κατηγορία που αίρει εναντίον της είναι πως το πνεύμα της φιλοσοφίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αποξενωμένο πνεύμα του κόσμου, το οποίο σκέφτεται μόνο εντός της αποξένωσης του και κατανοεί αφηρημένα τον εαυτό του και το "απόλυτο πνεύμα" του Χέγκελ είναι γι' αυτόν "αφηρημένο πνεύμα".
Η αφαίρεση συνίσταται για τον Μαρξ στο ότι ο Χέγκελ βάζει μόνο την αυτοσυνειδησία στην θέση του ολόκληρου, συγκεκριμένου ανθρώπου και στην θέση της πραγματικής αυτοαποξένωσης του πραγματικού ανθρώπου εντός της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής, τοποθετεί με μυστικιστικό τρόπο την εξαντικειμενοποίηση της μη αντικειμενικής ουσίας του ανθρώπου στις διεργασίες της συνείδησης.
Η πραγματική όμως αποξένωση δεν μπορεί να αρθεί με την "απόλυτη γνώση", παρά μόνο ρεαλιστικά μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Μόνο η υπόθεση ύπαρξης μιας μη αντικειμενικής ουσίας (ον) και της εξαντικειμενοποίησης της, είναι σύμφωνα με τον Μαρξ απλά η αντανάκλαση στην γνώση και στην σκέψη της πραγματικής αποξένωσης της ουσίας του ανθρώπου και μια μη αντικειμενική ουσία είναι μια μη ουσία τέρας, κάτι μη πραγματικό, μη αισθητό και απλά εννοημένο. Μια φανταστική ουσία (ον), αφηρημένη.
Η πολεμική αυτή, που γίνεται με ένα τρόπο χαρακτηριστικό για τον Μαρξ, εναντίον της μυστικιστικής-γνωστικιστικής πίστης σε ένα μη αντικειμενικό "αληθινό εαυτό", προετοίμασε από την μια την κριτική τοποθέτηση πως η πίστη αυτή, όπως και οι υπόλοιπες μεταφυσικές αντιλήψεις, είναι ψευδαισθητικές αντισταθμίσεις αποτυχιών στο επίπεδο της πραγματικότητος. Βέβαια και αυτό που ο Μαρξ θεωρούσε ως "μη αποξενωμένο" άνθρωπο, είναι στην ουσία μια φιλοσοφικά κατασκευασμένη αντί-εικόνα του εμπειρικά πραγματικού, βασανισμένου ανθρώπου.
Από την άλλη όμως η κριτική αυτή κινείται ακόμα εντός των κατηγοριών του γνωστικιστικού-αποκαλυπτικού μύθου. Θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια αντιπαράθεση μεταξύ της εσχατολογικής-αποκαλυπτικής και της με την στενή έννοια γνωστικιστικής πτυχής αυτής της παράδοσης.
Η ψιλή γνώσις, δηλαδή η αυτολύτρωση μόνο στο θεωρητικό επίπεδο μέσω του εσωτερικού φωτός της "ιερής γνώσης", είναι για τον οπαδό του αποκαλυπτισμού μια ελλιπής μορφή σε σχέση με την "πραγματική", πρακτική-ενεργό λύτρωση και μεταμόρφωση του κόσμου μέσω του Θεού και των εργαλείων της δίκαιης πρόνοιας του.
Ωστόσο όμως και οι δυο πτυχές μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια "διαλεκτικά" μοντέλα, γιατί και για τις δυο η δύναμη του κακού και των βασάνων (του αρνητικού), είναι το κυρίαρχο μοτίβο της σκέψης τους. Και οι δυο ψάχνουν μια λύση που εμφανίζει την δύναμη αυτή ως αναγκαία αλλά ταυτόχρονα και την άρση της επίσης ως αναγκαία.
Το γεγονός αυτό δείχνει πως η διαλεκτική δεν είναι μέθοδος που οδηγεί στην επιστημονική γνώση, αλλά είναι μια μορφή δραματοποίησης του κόσμου και του εαυτού (εκείνου που την χρησιμοποιεί) και η οποία μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία κάθε συναισθηματικής ή πολιτικής-πρακτικής στάσης και σκοπού. Γι' αυτό δεν εκπλήσσει το γεγονός πως η κεντρική έννοια της διαλεκτικής του νεαρού Μαρξ, η αυτοαποξένωση, είναι στον ίδιο βαθμό ευάλωτη στην αυθαίρετη χρήση.
Αν στον καιρό του χρησίμευσε στην επίθεση κατά της καπιταλιστικής οικονομικής τάξης, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα στην ανατολική Ευρώπη, η έκφραση αυτή ήταν η λέξη κλειδί της αντιπολίτευσης των μαρξιστών διανοουμένων κατά της κυριαρχίας της τάξης των ταγών του κράτους.
Είναι αναμφισβήτητα δυνατό, με μικρό μάλιστα κόπο, να δομηθεί μια διαλεκτική εσχατολογία σύμφωνα με την οποία, τον ακρότατο βαθμό της αποξένωσης και της απάνθρωπης κατάστασης του ανθρώπου που κατάντησε σκέτη λειτουργία, να παριστάνει όχι η δυτική αλλά η σοβιετική μορφή της κοινωνίας και οικονομίας και για τον λόγο αυτό να αποτελούσε τον άμεσο πρόδρομο της "ανατροπής" προς μια κοινωνία της αληθινής ανθρωπιάς. Μια τέτοια ιδεολογία θα ήταν όμως από επιστημονικής απόψεως τιποτένια, όπως και οι προκάτοχοι της, θα μπορούσε όμως όπως αυτές, να έχει και αυτή κοινωνική επίδραση.
Επειδή όμως η μαρξιστική διαλεκτική έχει επίσης την απαίτηση να θεωρείται επιστημονική γνώση, θα δούμε εδώ στην κατάληξη του κειμένου την σχέση της προς αυτή την γνώση.
Τα διαλεκτικά μοντέλα σκέψης είναι κατανοητά μόνο στα πλαίσια εκείνης της διαδικασίας εκλογίκευσης και διάλυσης των μυθικών μορφών ερμηνείας του κόσμου και του εαυτού, η οποία (διαδικασία) τελείται και εμφανίζεται κυρίως στην φιλοσοφία. Η παραδοσιακή φιλοσοφία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από πολλές απόψεις ως μεταβατική μορφή μεταξύ μύθου και επιστήμης.
Οι μυθικές ερμηνείες του κόσμου και του ατόμου, δίνουν κατά κανόνα ένα γενικό προσανατολισμό μέσα στον κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει ισχυρισμούς περί σχέσεων μεταξύ πραγμάτων, ιδιαίτερα χειρισμών και των συνεπειών τους, κανονισμούς για τους χειρισμούς, όπως επίσης και πρότυπα συναισθηματικής συμπεριφοράς.
Όπου η περιοχή του πραγματικού περιγράφεται από τις επιστήμες, που σημαίνει πως περιγράφεται ως σχέσεις διαψεύσιμων δηλώσεων, οι μυθικές παραδοχές αποδεικνύονται εσφαλμένες ή ανεπαρκείς και πρέπει να παραιτηθούν από την απαίτηση πως είναι αληθείς. Μερικά όμως υπόλοιπα των πεποιθήσεων, όπως και οι συνήθειες στην γλωσσική έκφραση παραμένουν για πολύ καιρό.
Όταν ως "φυσικό νόμο" ονομάζουμε τις με επιστημονικό τρόπο διαπιστωμένες αμετάβλητες, αξιακά ουδέτερες παραμέτρους του γίγνεσθαι της φύσης, τότε μπορούμε να πούμε πως αυτός ο τρόπος του λέγειν είναι ένα υπόλοιπο της ερμηνείας του κόσμου, που τον θεωρεί ως ένα κράτος στο οποίο την τάξη ορίζουν άθραυστοι νόμοι. Η σχέση αυτή βέβαια ούτε μεταβάλλει τίποτα στις εμπλεκόμενες αμετάβλητες παραμέτρους, ούτε και προσθέτει κάτι στην γνώση μας. Είναι μια καθαρά γλωσσική συνήθεια ή σύμβαση και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να διαψευσθεί από τα γεγονότα.
Μη διαψεύσιμες είναι επίσης οι συμβουλές για πρακτική συμπεριφορά, οι διδασκαλίες περί φυσικού δικαίου ή οι αισθητικές-στοχαστικές ερμηνείες του κόσμου, που αποτελούν μια άλλη ομάδα υπόλοιπων της μυθικής ερμηνείας του κόσμου. Η λογική ανάλυση και η ιστορική έρευνα όμως περί των θεωριών φυσικού δικαίου, δείχνουν πως αποτελούν οι θεωρίες αυτές απλά κενούς τύπους, που μπορούν να γεμίσουν με οποιοδήποτε ηθικό-πολιτικό περιεχόμενο.
Εκεί όπου η διάψευση δεν είναι δυνατή και προπάντων εκεί όπου ισχυρά αξιακά και ιδεολογικά μοτίβα ή πολιτικά συμφέροντα παίζουν κάποιο ρόλο, μπόρεσαν να επικρατήσουν επιδεικνύοντας απίστευτη αντοχή υπολείμματα μυθικών αντιλήψεων.
Επιπροσθέτως, τις αντιλήψεις αυτές βοηθά στην πράξη ακριβώς εκείνη η ιδιότητα τους, η οποία από την σκοπιά της επιστημονικής θεωρίας είναι το αδύνατο τους σημείο, η κενότητα τους δηλαδή. Εξαιτίας της κενότητας τους δεν μπορούν να καταρριφθούν. Επειδή δε λένε τίποτα περί ελέγξιμων γεγονότων (σχέσεων πραγμάτων), δεν μπορούν βάσει αυτών να τεθούν εκτός ισχύος. Αυτό σημαίνει πως δεν διαθέτουν κανένα δικό τους αξιακό περιεχόμενο, συμφωνούν με οποιαδήποτε αξία και στάση και με τον τρόπο αυτό μπορεί να δημιουργήσουν την εντύπωση πως πρόκειται περί καθολικών και αιώνιων αξιακών αρχών.
Τέτοιου είδους κενοί τύποι προκύπτουν συχνά από φιλοσοφικές εκλογικεύσεις των κοινωνικών και τεχνικών ερμηνειών του κόσμου και του ανθρώπου, αλλά και από μυθικές αντιλήψεις, όπως πτώσης και ανάστασης της ψυχής ή του θεού που φεύγει από τον κόσμο και μετά ενώνεται και συμφιλιώνεται πάλι μαζί του. Τα τελευταία αποτελούν και την σημαντικότερη πηγή της εγελιανής-μαρξιστικής διαλεκτικής.
Έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί η διαλεκτική και το σχετικό με αυτήν λεξιλόγιο, για την περιγραφή πρακτικά κάθε διαδικασίας και συσχετίσεως στην φύση και την κοινωνία. Είναι σε κάθε στιγμή δυνατό, η πορεία της ιστορίας της πολιτικής ή του πνεύματος, να παρασταθεί ως διαλεκτικό δράμα.
Ο τριφασικός ρυθμός της διαλεκτικής, αρχική κατάσταση, πτώση και λύτρωση, είναι επίσης ανοικτός προς την αυθαιρεσία, ώστε κάθε δυσχερής κατάσταση να εμφανίζεται ως "αρνητική" και κάθε ευμενής ή επιθυμητή, ως το θετικό τελικό στάδιο.
Η διαλεκτική συν τοις άλλοις έχει το πλεονέκτημα έναντι των κενών τύπων του φυσικού δικαίου, το ότι δεν παραθέτει την επιθυμητή κατάσταση ως απλή ηθική απαίτηση, η οποία μπορεί να εκπληρωθεί ή όχι, αλλά ως αναπόφευκτο και αναγκαίο αποτέλεσμα της ιστορικής-κοινωνικής διαδικασίας. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό έδωσε το δικαίωμα στον Μαρξ να δει τόσο περιφρονητικά τους σοσιαλιστές που ακολουθούσαν το φυσικό δίκαιο και την ηθική, τους οποίους ειρωνευόταν ως "ουτοπιστές".
Όσο όμως η διαλεκτική δεν περιορίζεται στο να περιγράφει τα γεγονότα και τα γενικώς γνωστά με το λεξιλόγιο της, αλλά όπως ο Μαρξ κάνει ιστορικές προβλέψεις, τότε ισχύει πλήρως η θέση πως αυτή η υποτιθέμενη επιστημονική μέθοδος προέρχεται από την εσχατολογία. Από ένα ατόφιο ευσεβή πόθο, οι στόχοι του οποίου αντιφάσκουν προς κάθε τι το επιστημονικό.
Ο προφήτης της διαλεκτικής δε θέλει να κάνει προβλέψεις βασιζόμενος στο ψύχραιμο ζύγισμα των γεγονότων, όπου βασικά δεν λαμβάνει υπόψιν την αξιολόγηση των προς πρόβλεψη γεγονότων. Αντιθέτως επιδιώκει να αποκτήσει μια απόλυτη βεβαιότητα, όποιο και αν είναι το αντίτιμο, πως αυτό που με πάθος επιθυμεί θα πραγματοποιηθεί μελλοντικά. Γι’ αυτό δεν είναι περίεργο που οι προφητείες της διαλεκτικής αποτυγχάνουν κατά κανόνα.
Με την εκμετάλλευση όμως της ασάφειας και της δυνατότητας αυθαίρετης χρήσης της διαλεκτικής, μπορούμε να εξηγήσουμε διαλεκτικά την αποτυχία των προβλέψεων. Όποιος όμως ενδιαφέρεται για χρήσιμες προβλέψεις και όχι εκ των υστέρων δικαιολογίες, θα θεωρήσει μια τέτοια μέθοδο άχρηστη και μάλιστα παραπλανητική. Και όποιος εμπιστεύεται την διαλεκτική ως όργανο πρόβλεψης, θα απογοητευθεί πικρά.
Έτσι και η ιστορία των κινημάτων, που έχουν το βλέμμα τους στραμμένο προς τα έσχατα, είναι γεμάτη συνταρακτικά παραδείγματα από εσχατολογικές προφητείες που δεν έχουν εκπληρωθεί. Την ώρα της ύψιστης ανάγκης δεν έλαβε χώρα καμιά λυτρωτική "ανατροπή" και η μοίρα των ανθρώπων εκείνων ακολούθησε ανελέητα την προδιαγεγραμμένη πορεία της.
Σε μερικές χώρες, όπως στην Ισπανία, ο μαρξισμός είχε τέτοια τύχη. Μπορεί όμως να συμβεί να χαλαρώσουν τα πράγματα, να φύγει βαθμιαία η πίεση από την ομάδα που απειλείται και να χάσει έτσι και την ανάγκη της για θεωρίες λυτρώσεως. Αυτό έγινε με τον μαρξισμό προπάντων στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπου η βιομηχανική εργατική τάξη κατάφερε να κατακτήσει ένα σημαντικό μερίδιο πολιτικής ισχύος και οικονομικής ευμάρειας. Για τον λόγο αυτό τα σοσιαλιστικά κινήματα εργατών στην δύση αποστασιοποιήθηκαν πολύ γρήγορα από την προφητεία της διαλεκτικής.
Όπου όμως η μαρξιστική επανάσταση είχε πετύχει την μεγάλη της νίκη, δεν είχε ως αποτέλεσμα το ελπιζόμενο διαλεκτικό άλμα σε μια αταξική κοινωνία χωρίς ανάγκη και καταπίεση. Εμφανίστηκε κάτω από το στίγμα του διαλεκτικού υλισμού, μια νέα μορφή κυριαρχίας που ξεπέρασε σε σκληρότητα το φεουδαρχικό-απολυταρχικό σύστημα και η βαριά χείρα του οποίου έγινε αισθητή και στο ιδεολογικό επίπεδο.
Η εξέλιξη αυτή ήταν προβλέψιμη με τα μέσα μιας εμπειρικής-λογικής κοινωνιολογίας. Για τους πιστούς, θρησκόληπτους μαρξιστές όμως σήμαινε ανήκουστη έκπληξη και τραγική απογοήτευση, πάνω στην οποία συντρίβονταν εσωτερικά, πριν τους καθαρίσει και φυσικά η νέα ολιγαρχία που είχε σχηματιστεί στο κόμμα και το κράτος.
Στα πλαίσια αυτής της ιδρυματοποίησης, η αρχική επαναστατική προφητεία του μαρξισμού προσαρμόστηκε στις ανάγκες για δικαιολογία της "νέας τάξης" και πήρε τον δρόμο που πριν από αυτόν διέσχισαν μερικές εκδηλώσεις του θρησκευτικού πνεύματος.
Το μονοπάτι από την εσχατολογία στον σχολαστικισμό.